Θυμά­μαι τη με­γα­θυ­μία της, την απου­σία συ­μπλεγ­μά­των, τα οποία δια­θέ­τουν εν αφθο­νία άλ­λοι αρ­τι­με­λείς, πα­ρά την ανα­πη­ρία της.
Θυ­μά­μαι το παι­δι­κό της γέ­λιο, τα νυ­χτε­ρι­νά τη­λε­φω­νή­μα­τα με τις εν­θου­σιώ­δεις κρι­τι­κές, το εφη­βι­κό βλέμ­μα ανα­μο­νής μιας επι­βρά­βευ­σης, τις ατα­ξί­ες να φά­ει δεύ­τε­ρο γλυ­κό, τις αθώ­ες πο­νη­ριές να απο­σπά­σει τα ελά­χι­στα, την ομορ­φιά της ψυ­χής σε ένα βα­σα­νι­σμέ­νο σώ­μα.
Θυ­μά­μαι τους όμορ­φους στί­χους της, τον ανοι­χτό ορί­ζο­ντα της σκέ­ψης της, την Ποί­η­σή της μέ­σα από απλές κα­θη­με­ρι­νές λέ­ξεις μα­κριά από επι­τη­δεύ­σεις, όπως απαι­τεί η γνή­σια ποι­η­τι­κή γρα­φή.
Θυ­μά­μαι πά­νω από όλα, έναν ευαί­σθη­το, αγα­πη­μέ­νο άν­θρω­πο, την Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη Ρουκ.
Ήταν αρ­χές Δε­κεμ­βρί­ου του 2017 λί­γο πριν τα με­σά­νυ­χτα, όταν χτύ­πη­σε το τη­λέ­φω­νο και άκου­σα την φω­νή της αγα­πη­μέ­νης μου Κα­τε­ρί­νας. «Συ­γνώ­μη για την ώρα που τη­λε­φω­νώ, αλ­λά δεν κρα­τιό­μου­να. Έχω εν­θου­σια­στεί με Τα κά­το­πτρά σου και ήθε­λα να σου το πω. Θέ­λω να πε­ρά­σεις από το σπί­τι να σου δώ­σω ένα μι­κρό δώ­ρο». Και συ­νέ­χι­σε, με εν­θου­σια­σμό, να μι­λά­ει για το βι­βλίο που εί­χα μό­λις εκ­δώ­σει και της το εί­χα στεί­λει.
Ξαφ­νιά­στη­κα, ως ήταν φυ­σι­κό, από την ώρα που έγι­νε το τη­λε­φώ­νη­μα αλ­λά και από τον χει­μαρ­ρώ­δη εν­θου­σια­σμό της. Συ­γκι­νη­μέ­νος, την επο­μέ­νη έφτα­σα στο σπί­τι της και μου έδω­σε ένα μι­κρό τε­τρά­διο, όπου εί­χε αντι­γρά­ψει απο­σπά­σμα­τα από Τα κά­το­πτρα με τον ιδιαί­τε­ρο γρα­φι­κό της χα­ρα­κτή­ρα. «Σε άγ­γι­ξαν ιδιαί­τε­ρα αυ­τές οι αρά­δες και τις αντέ­γρα­ψες ή μου στέλ­νεις κά­ποιο μή­νυ­μα με αυ­τά;» της εί­πα. Γέ­λα­σε, με αυ­τό το πο­νη­ρό παι­διού χα­μό­γε­λο που θυ­μού­νται όσοι την γνώ­ρι­σαν, και με κοί­τα­ξε με ύφος ανα­μο­νής. Τό­τε της εί­πα: «Το έπια­σα το μή­νυ­μα Κα­τε­ρί­να. Δεν θα πά­ρω το δώ­ρο σου τώ­ρα, θα το κρα­τή­σεις ως οδη­γό και θα γρά­ψεις τις σκέ­ψεις σου σε ό,τι επέ­λε­ξες. Αυ­τό θα εί­ναι το δώ­ρο τε­λι­κά». Τό­τε συ­μπλή­ρω­σε: «Και έτσι θα έχου­με τον διά­λο­γο δύο ποι­η­τών, Δουα­τζή μου».
[Πά­ντο­τε με προ­σφω­νού­σε «Δουα­τζή μου», πο­τέ Γιώρ­γο. Επει­δή ξε­χνού­σε συ­νή­θως το όνο­μά μου, όταν τυ­χαί­ως συ­να­ντιό­μα­στε σε κά­ποια εκ­δή­λω­ση, με ρω­τού­σε με νά­ζι: «Κα­λέ, πώς σε λέ­νε;». «Κόκ­κι­να πα­πού­τσια» της απα­ντού­σα εγώ, διό­τι με εί­χε συν­δέ­σει με ένα ομό­τι­τλο ποί­η­μά μου που αγα­πού­σε ιδιαί­τε­ρα. Και αμέ­σως εκεί­νη·«Αχ, εί­σαι ο Δουα­τζής μου». Το ίδιο μο­τί­βο επί χρό­νια…]
Την επο­μέ­νη της συ­νά­ντη­σής μας κα­τά το με­ση­μέ­ρι μου τη­λε­φώ­νη­σε και σε θριαμ­βευ­τι­κό τό­νο δη­λώ­νει: «Δουα­τζή μου εί­μαι έτοι­μη. Να πε­ρά­σεις να πά­ρεις τις απα­ντή­σεις μου».
Πέ­ρα­σα από το σπί­τι της και δεν πε­ρί­με­να ότι θα ζή­σω σπά­νιες στιγ­μές, τις οποί­ες και θα πε­ρι­γρά­ψω. Ομο­λο­γώ, ήταν πρώ­τη φο­ρά που σκέ­φτη­κα πό­σο ατυ­χές ήταν που δεν υπήρ­χε μία κά­με­ρα να βι­ντε­ο­σκο­πη­θεί όλο αυ­τό το σκη­νι­κό και όσα δια­μεί­φθη­καν εκεί­νη την ημέ­ρα.
Πα­ρό­τι της εί­πα ότι εί­χα παρ­κά­ρει σε άσχη­μο ση­μείο και βια­ζό­μουν, με έβα­λε να κα­θί­σω απέ­να­ντί της στο μι­κρό της γρα­φείο και μου εί­πε ότι πριν μου πα­ρα­δώ­σει όσα έγρα­ψε θέ­λει να δια­βά­σου­με εναλ­λάξ πα­ρά­γρα­φο-πα­ρά­γρα­φο όσα εί­χε γρά­ψει σε αντί­στι­ξη με τα δι­κά μου. «Άντε, ξε­κί­να εσύ Δουα­τζή μου», εί­πε, κι εγώ άρ­χι­σα να δια­βά­ζω. Τε­λειώ­νο­ντας την πρώ­τη πα­ρά­γρα­φο, επι­φώ­νη­μα σαν μι­κρό παι­δί η Κα­τε­ρί­να: «Ουά­ου!» και άρ­χι­σε να δια­βά­ζει εκεί­νη. Με το τέ­λος της ανά­γνω­σής της έσκυ­βε το κε­φά­λι με κοι­τού­σε λο­ξά και ρω­τού­σε: «Σου άρε­σε, Δουα­τζή μου;». Αυ­τό επα­να­λή­φθη­κε πα­νο­μοιό­τυ­πα εί­κο­σι τέσ­σε­ρις φο­ρές, όσα και τα απο­σπά­σμα­τα από τα ει­κο­σι­τέσ­σε­ρα Κά­το­πτρα των οποί­ων απο­σπά­σμα­τα εί­χε επι­λέ­ξει.
Ήταν ένα εί­δος απο­κλει­στι­κής δι­κής μας «πα­ρά­στα­σης» δί­χως ακρο­α­τές, τό­σο μο­να­δι­κό, σπά­νιο, όμορ­φο, συ­γκι­νη­τι­κό, που δεν θα το ξε­χά­σω. Τό­τε και της πρό­τει­να, όταν εκ­δο­θεί το βι­βλίο μας με τον τί­τλο «Αντι­κα­το­πτρι­σμοί – Διά­λο­γος δύο ποι­η­τών», να επα­να­λά­βου­με αυ­τόν τον μο­να­δι­κό διά­λο­γο μπρο­στά σε κό­σμο, πράγ­μα που δέ­χθη­κε πε­ρι­χα­ρής.
Το βι­βλίο εκ­δό­θη­κε στις 15 Ια­νουα­ρί­ου 2018. Η εκ­δή­λω­ση, όπου δια­βά­σα­με εναλ­λάξ με την Κα­τε­ρί­να τα κεί­με­να των Αντι­κα­το­πτρι­σμών, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε την 1η Φε­βρουα­ρί­ου 2019, στον Πο­λυ­χώ­ρο τέ­χνης «Αλε­ξάν­δρεια», με συ­νο­δευ­τι­κή συ­ναυ­λία του συν­θέ­τη Γιώρ­γου Βαρ­σα­μά­κη. Δεν ξέ­ρω αν μια τέ­τοιου εί­δους και δο­μής εκ­δή­λω­ση έχει γί­νει στο πα­ρελ­θόν, αλ­λά ανα­θυ­μού­μαι αυ­τή τη βρα­διά ως κά­τι σπά­νιο και ιδιαι­τέ­ρως συ­γκι­νη­τι­κό. Η Κα­τε­ρί­να, πο­λύ συ­γκι­νη­μέ­νη στο τέ­λος της εκ­δή­λω­σης δεν έπαυε να ευ­χα­ρι­στεί τους συ­ντε­λε­στές της βρα­διάς υπο­γρά­φο­ντας αγόγ­γυ­στα τα βι­βλία σε όσους το ζη­τού­σαν. Σχε­δόν έναν χρό­νο με­τά την εκ­δή­λω­ση αυ­τή, στις 21 Ια­νουα­ρί­ου 2020, η Κα­τε­ρί­να μας άφη­σε ορι­στι­κά. Εξο­μο­λο­γού­μαι, το βί­ντεο της εκ­δή­λω­σης το βλέ­πω κα­τά και­ρούς με ιδιαί­τε­ρη συ­γκί­νη­ση.

Επι­λο­γή των λό­γων της από συ­νέ­ντευ­ξη που μου εί­χε δώ­σει τον Μάιο του 2009:

Το με­γα­λύ­τε­ρό μου όνει­ρο εί­ναι να μην απελ­πί­ζο­μαι. Γρά­φου­με με την ελ­πί­δα ότι έστω και ένα τέ­ταρ­το της ώρας αφού πε­θά­νου­με κά­τι θα έχει μεί­νει. Λί­γο εί­ναι αυ­τό;

Δεν ξέ­ρω τι θα πει μα­ταιο­δο­ξία. Δεν θυ­μά­μαι πο­τέ να έγρα­ψα κά­τι για να τυ­πω­θεί. Κι έπει­τα, ήμου­να τυ­χε­ρή με επι­τυ­χί­ες από την πρώ­τη εμ­φά­νι­ση στα δε­κα­ε­φτά μου χρό­νια. Οπό­τε δεν υπήρ­χε λι­βά­δι για να φυ­τρώ­σει η μα­ταιο­δο­ξία.

Τώ­ρα τε­λευ­ταία με ενο­χλεί αφό­ρη­τα η φι­λο­δο­ξία, η λύσ­σα για προ­βο­λή των νέ­ων. Εγώ ήξε­ρα ότι όταν γρά­φεις ποί­η­ση, δεν πε­ρι­μέ­νεις τί­πο­τα.

Ποί­η­ση… Η ζωή μου εί­ναι. Άλ­λοι έχουν τη θρη­σκεία, άλ­λοι τα παι­διά τους, εγώ την ποί­η­ση.

Δεν θυ­μά­μαι πο­τέ στη ζωή μου να μην έγρα­φα. Εί­χα την τύ­χη να έχω πο­λύ μορ­φω­μέ­νους γο­νείς και νο­νό τον Κα­ζαν­τζά­κη, με του οποί­ου την εν­θάρ­ρυν­ση δη­μο­σί­ευ­σα το πρώ­το μου ποί­η­μα στο πε­ριο­δι­κό Και­νούρ­για επο­χή, σε ηλι­κία δε­κα­ε­φτά ετών.

Την ώρα της γρα­φής έχω μια αό­ρι­στη θε­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση μες στο μυα­λό μου, πιά­νω το μο­λύ­βι και ξαφ­νι­κά η μία λέ­ξη βγά­ζει μία άλ­λη λέ­ξη και η επό­με­νη βγά­ζει άλ­λη με ένα άλ­λο νό­η­μα και στο τέ­λος βγαί­νει το ποί­η­μα. Εί­ναι μια έκ­πλη­ξη αυ­τό που βγαί­νει. Έτσι γρά­φω.

Ήμου­να πά­ρα πο­λύ τυ­χε­ρή. Πα­ρό­τι πλή­ρω­σα το τί­μη­μα της ζω­ής με το που μπή­κα, με ει­σι­τή­ριο την αρ­ρώ­στια μου. Το ότι έζη­σα ήταν σκέ­το θαύ­μα. Έκα­να εγ­χεί­ρη­ση στο πό­δι όταν ήμουν επτά­μι­σι ετών και δια­σώ­θη­κα. Έζη­σα με μια ανα­πη­ρία, η οποία όμως δεν με εμπό­δι­σε να χο­ρέ­ψω, να κο­λυ­μπή­σω, να χα­ρώ τη ζωή.

Ο έρω­τας εί­ναι το παν. Και… ένα από τα δύ­σκο­λα πράγ­μα­τα της ηλι­κί­ας εί­ναι αυ­τό. Ότι ζω χρό­νια τώ­ρα χω­ρίς τον έρω­τα. Δεν κα­τα­λα­βαί­νω πώς ανα­πνέω, πώς δου­λεύω χω­ρίς αυ­τόν.

Η μο­να­ξιά δεν με πει­ρά­ζει. Δου­λεύω, δια­βά­ζω, κά­νω πράγ­μα­τα που με εν­δια­φέ­ρουν. Με πει­ρά­ζει λι­γό­τε­ρο να μέ­νω μό­νη σπί­τι, πα­ρά να βρί­σκο­μαι με αν­θρώ­πους για να μην εί­μαι μό­νη και έτσι να νιώ­θω πε­ρισ­σό­τε­ρη μο­να­ξιά.

Τα γη­ρα­τειά δεν κα­τα­πί­νο­νται εύ­κο­λα. Όσο κα­λές και να εί­ναι οι συν­θή­κες ζω­ής σου, πλη­σιά­ζεις στο τέ­λος. Ό,τι κά­νου­με, ό,τι σκε­φτό­μα­στε βρί­σκε­ται κά­τω από τη σκιά του μέλ­λο­ντος. Λέ­με θα γρά­ψω, θα κά­νω, θα φτιά­ξω. Η ιδέα του μέλ­λο­ντος σε εμπνέ­ει, σε σπρώ­χνει μπρο­στά. Η ηλι­κία μειώ­νει την ιδέα του μέλ­λο­ντος.

Δύο πράγ­μα­τα δεν μπο­ρείς να κοι­τά­ξεις κα­τά­μα­τα. Τον ήλιο και τον θά­να­το.

Με απω­θεί η ψευ­τιά, η ρα­διουρ­γία. Με θέλ­γει η κα­λο­σύ­νη, το χιού­μορ και η εξυ­πνά­δα.

Ο χρό­νος εί­ναι το μό­νο πράγ­μα στο οποίο εί­μαι τσι­γκού­να. Δεν θέ­λω όσο με­γα­λώ­νω να τρώ­νε το χρό­νο μου που εί­ναι πο­λύ­τι­μος.

Πλού­τος εί­ναι να αι­σθά­νε­σαι ότι έχεις ζωή μέ­σα σου και ότι θέ­λεις να τη με­τα­δώ­σεις. Δό­σι­μο και δη­μιουρ­γία εί­ναι ταυ­τό­ση­μες έν­νοιες.

Εκ­δί­δω βι­βλία από φυ­σι­κό­τη­τα. Εί­σαι έγκυος, στους εν­νέα μή­νες γεν­νάς. Έτσι εί­ναι και το βι­βλίο.

Ο ποι­η­τής πρέ­πει να έχει αξί­ες ζω­ής. Αν δεν έχει, θα βγει κα­κό το ποί­η­μα.

Χειρόγραφο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, από το βιβλίο «Αντικατοπτρισμοί – Διάλογος δύο ποιητών» (εκδόσεις Στίξις).