29 Oct 2020

Πατρίδα των καιρών – Γιαννέλης Γιώργος

0 Comment

                                        ‘‘ Ποτέ δεν μετρηθήκαμε, είμαστε απασχολημένοι

                                                                  Κρίνοντας τους άλλους, για να

                                                Νιώσουμε Ισχυρότεροι.’’

                                                         Πατρίδα των Καιρών, Γιώργος Δουατζής

 

Καίρια όσο ποτέ η συλλογή- ποίημα του Γιώργου Δουατζή,  Πατρίδα των Καιρών. Δεκατρείς επιμέρους ενότητες απαρτίζουν το corpus των ποιημάτων, άλλες αυτοτελείς άλλες όχι. Ο λόγος του μεστός, ώριμος, εκφράζει με σαφήνεια τη σαθρότητα της ελληνικής κοινωνίας του 21ου αιώνα που αναγκαστήκαμε να ζούμε, το λεξιλόγιο του απλό, λιτό, δίχως φτιασίδια και περιττεύοντα στοιχεία, κενολογίες ή κρυμμένες έννοιες. Κάθε άλλο παρά κρυπτική δε θα μπορούσε να είναι η συλλογή του. Εξαιρετική λακωνικότητα που πολλές φορές προκαλεί έκπληξη, κύριο μέσο για το αμαυρό παρόν της χώρας μας, το παρόν που αναγκαστήκαμε να ζούμε «ευήθεις καταναλωτές, αυτέγκλειστοι και δειλοί, αναχωρητές τσιμέντου και αυταπάτης», όπως ο ίδιος ξεκάθαρα μας δηλώνει.

Μια συλλογή, που η τραγικότητα των ημερών μας την κάνει όχι ευκολοδιάβαστη, μα ευκολοκατανόητη, η τραγικότητα των ημερών μας, η τραγικότητα των ποιημάτων, μονόλογοι που ξεπηδούν από αρχαίες τραγωδίες και που δυστυχώς δεν θα επιφέρουν ποτέ την θεία κάθαρσιν. Ο Δουατζής, στην συλλογή του είναι το ποιητικό υποκείμενο, εκείνος που επιθυμεί τη σύζευξη με ένα πολύτιμο/ ποθητό αντικείμενο που δεν είναι άλλο από την ελευθερία  και τη δικαιοσύνη, αντικείμενο κατάντησε πια το αυτονόητο, η ελευθερία. Με κάποιες αμφιβολίες θα μπορούσαμε να πούμε πως η ποίηση του  είναι μια ποίηση ιδιοδεκτικότητας, το υποκείμενο μας ζει σ’ ένα δεδομένο περιβάλλον, αντιλαμβάνεται τον εαυτό του μέσα σ’ αυτό και αντιδρά, μάλιστα με αξιέπαινό τρόπο! Ναι, αυτή η αντίδραση, η επιμονή στην πνευματική εγρήγορση είναι δεσπόζουσα στη συλλογή, όπως και η αγάπη για το συνάνθρωπο, ο έρωτας για τη ζωή, το παιχνίδι της με τη φύση.

Μολονότι είναι γνωστό τοις πάσι, ο Δουατζής μέσα από την «αθώα» του, παρακαλώ ας μου επιτραπεί αυτή η έκφραση, ποίηση, κάνει μνεία σ’ όλους εκείνους τους αγνώστους, τα θύματα των «εκπροσώπων και αφελών μακάριων». Οι ανίδεοι και ανίκανοι πολιτικάντηδες είναι οι πρωταίτιοι της παρούσας συμφοράς. Η Ελλάδα καθηλώθηκε και εν τέλει ακρωτηριάστηκε απ’ τα «πολιτικά αηδόνια», η κρίση ωστόσο, όχι μονάχα η οικονομική, μα κι εκείνη των αξιών και των προτύπων, έπληξε μόνον τους πολίτες, όχι τους πολιτικούς. Στους δρόμους αντικρίζουμε νεκρά σώματα, που κατέληξαν ψάχνοντας σε κάδους απορριμμάτων από ασιτία, επαίτες πάνω στους τόπους που για αιώνες βασίλευσαν οι Ολύμπιοι, «τώρα απλώνεται ένα βαθύ, μαύρο, πυκνό σκοτάδι, το μέλλον έρχεται σκοτεινό, οι άνθρωποι δεν ονειρεύονται πια, και ήρθε το σκοτάδι, μια μάσκα λύπης ολόκληρη η πατρίδα», τα λόγια του.

Τον ποιητή μας φαίνεται πως συνεχώς απασχολεί το ίδιο πράγμα, η ίδια στάση ζωής φαίνεται πως τον ταλανίζει, ο Δουατζής την ονομάζει :ιδιωτική εσωστρέφεια. Είναι το κυρίαρχο συστατικό της ελληνικής κοινωνίας, ο καθένας στρέφεται στο ατομικό συμφέρον, στην προσωπική απόλαυση και απολαβή. Αρκετές στιγμές μάλιστα το τονίζει με ιδιαίτερα κυνικό τρόπο, θέτοντας έτσι έναν κάποιο προβληματισμό: «μόνη ενοχή η ανοχή μας». Σε δημοσίευση άρθρου του, το αξιοπρόσεκτο, σημειώνει σε υπόμνημα πως το πράττειν τα σευατόν στην αρχαία Ελλάδα ήταν καθαρά πάθος της ψυχής, βρισιά, αλλόκοτο, εκτός φυσικών κανόνων.  Και συνεχίζει: «Α, πόσα ποιήματα χρειάζονται, πόσα παραμύθια για να διώξω θεριά και δράκοντες αληθινούς;». οι πολιτικοί μας ενεργοποιήθηκαν, από Δέκτες μηνυμάτων, όπως έπρεπε να είναι, έγιναν όχι απλώς δρώντα πρόσωπα, τουναντίον· αντίμαχοι του λαού που τους εξέλεξε. Το κοινωνικό συμβόλαιο του Ρουσώ και το φως της πλατωνικής Πολιτείας φαίνεται πως δεν επηρέασαν διόλου την πολιτική που οι ηγέτες μας έπρεπε να είχαν ακολουθήσει για να μην οδηγηθεί η χώρα σε τέτοια ή καλύτερα σ’ αυτό το ακραίο σημείο. Και να που πάλι, μετά το πέρας δυο ολόκληρων αιώνων, το πλήρωμα του χρόνου στο Δουατζή κατέχει ύψιστη σημασία, άγει και φέρει, επαναλαμβάνονται οι στίχοι απ’ το σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, «λαλεί πουλί παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει». Η ανέχεια και η εξαθλίωση έφτασαν στο κόκκινο, το λέξημα κόκκινο χρησιμοποιείται στη συλλογή πολλές φορές με αρνητική σημασία, χρήζουν άμεσης ανατροπής και κατ’ ανάγκη ανατροπή πορείας.

 Θαρρώ με τρόπο αφελή, με παιδικότητα ίσως, όχι!, δεν ταιριάζει η λέξη, με την αφέλεια του μικρού παιδιού, που στα λόγια του δεν ενυπάρχουν φκιασίδια και συμφέροντα και μίση, παρά μόνο η αλήθεια η αντικειμενικώς δεδομένη, κατηγορεί δριμύτατα τους πολιτικούς, όχι «μεμονωμένα», μεμονωμένοι – μονάχοι- μοναχικοί είναι όλοι οι υπόλοιποι που δείχνοντας ανοχή επέτρεψαν να συμβούν αυτά και να φτάσουμε στον εξευτελισμό και την απαξίωση, αλλά στο σύνολο τους, φταίνε όλοι αυτοί που κατέστησαν τις νέες γενιές ανήμπορες, ανίκανες όχι να πράξουν, όχι να δημιουργήσουν, περιουσία και χρηματικά οφέλη, μα το κυριότερο, να ονειρευτούν. Ο κόσμος θέλουν μα δε μπορούν, δεν δύνανται να ονειρευτούν, γιατί πάλι έρχεται το κόκκινο του αίματος και της φρίκης να πνίξουν τα πάντα. Παντού το αίμα, η αδράνεια της μαλθακότητας και του εξοβελισμού, «έγινε τόσο κόκκινη η ελπίδα που χάθηκε στο αίμα των αθώων/ αρκεί να μη σηκωθείς απ’ της αδράνειας το καθιστικό», εύστοχα δηλώνει, ο ποιητής μας.

«Αν ξαναβρεθούμε στα αλώνια, θα είμαστε λιγότεροι από λίγοι». Τα αλώνια, σύμβολο της μάζωξης των καρπών της γης, της φύσης, της σοδειάς και της αποθήκευσης για το χειμώνα, σύμβολο του μόχθου του λαού, όχι μοναχά μιας ομάδας/ συνόλου, όχι μόνον μιας ελίτ, τέτοια αποκλείονται απ’ την ποίηση του Δουατζή, εγκαταλείφθηκαν πια. Η σοδειά εν προκειμένω αντιπροσωπεύει τους καρπούς της Διανόησης, της ποίησης ίσως, αυτή που παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην επιβίωση όχι τόσο τη σωματική μα την πνευματική, την άυλη κυρίως, ουσιαστικά δεν υπάρχει πια, αυτή η εγκατάλειψη, η ερημία που ξεπερνά την παρακμή, αυτή δεν κεντρίζει  απλά το ενδιαφέρον του ποιητή, συγκαταλέγεται σ’ έναν απ’ τους παράγοντες που οδήγησαν στην παθητικοποίηση, στην πλήρη παθητικοποίηση και στον εξευτελισμό της έλ-λογης ανθρώπινης φύσης. Δεν είναι λίγα τα σημεία που ο ψυχικός του κόσμος παίρνει σάρκα στο λεξιλόγιο του, διαβάζοντας πολλά τμήματα στο έργο, μας μεταδίδει ενσυνείδητα ή όχι, όλο τον πόνο και το πάθος, την πνευματική του κατάσταση. Ο άνθρωπος δεν σκέπτεται, δεν αγαπά, δεν συμπονεί, δεν οικτίρει, άρα δεν υπάρχει, το λέει ο ίδιος: «τα παιδιά δεν είναι ζωντανά, μη σε γελάει που περπατούν». Γεμάτος ηθική συνείδηση και πολύπλευρες ευαισθησίες ο ποιητής μας, θεωρεί πως πρέπει να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, πως πρέπει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς αυτό, η αγάπη και ο έρωτας για τον άλλο βλέπετε, αισθάνεται αγωγός της ψυχής, δημιουργός (και αυτό ξεκάθαρα δηλώνεται και καθίσταται σαφές στην αρχή της συλλογής –ποιήματος με το βιβλικό ρήμα είπα), δίνοντας ιερότητα και θεία οικονομία στα έργα του Δουατζή, και να που τώρα εδώ, όσο μας ξεδιπλώνεται η σκέψη τους στις «λευκές σελίδες», στα «λευκά χαρτιά της ιστορίας» όπως τα ονομάζει, θέτει ανάμεσα στα πρόσωπα του αλωνιού και το δικό του. Τα αλώνια ωστόσο, ας σταθούμε λίγο ακόμη στο λέξημα αυτό, ασυνείδητα φέρνουν στον νου τα αλώνια που πάλεψαν τόσοι θνητοί με τη δρώσα δύναμη του θανάτου, προσωποποιημένη με το Χάροντα, η ήττα του θνητού είναι δεδομένη. Το λέξημα ερημία, θαρρώ μας βοηθά να καταλάβουμε γιατί χρησιμοποιήθηκε το λέξημα χάθηκαν, είναι το κλειδί που λύνει πολλές συγχύσεις στη συλλογή τούτη. Ο άγονος μιμητισμός και το πρότυπο της τελειότητας είναι που ερήμωσαν τις ανθρώπινες σχέσεις και κατήργησαν την επικοινωνία με ένα ευρύτερο «εμείς». Όσοι απέμειναν να αφουγκράζονται το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου είναι λίγοι, ελάχιστοι ίσως. Τα ποιήματα τους, τα ποιήματα του Δουατζή, έρχονται να ξεσηκώσουν τους πολίτες σε μια επανάσταση, αυτή τη λέξη χρησιμοποιεί ο ποιητής μας, «επανάσταση», ο πολίτης είναι αναγκαίο να έρθει σε μια εγρήγορση, να ενεργοποιηθεί, να μεταβληθεί σε δρων υποκείμενο. Ο λόγος του αντιστοιχεί στο χριστιανικό «ότι φως τα προστάγματά σου επ’ εμού». Η Διανόηση παλαιότερων περιόδων, το έργο τους, αποτυπώθηκε στην κοινή συνείδηση, επήλθε μιας μορφής «εθνικοποίηση», ίσως αυτήν την εθνικοποίηση να αποζητούν όλοι όσοι έμειναν στ’ αλώνια, όσοι δεν στέρεψαν από ιδέες και πρότυπα πνευματικά, όσοι δεν πέρασαν από την αξία στην απαξία.

Μια άλλη παράμετρος που θα πρέπει να τονιστεί εδώ είναι η μανία προς τον υλικό ευδαιμονισμό, στην κατανάλωση, που εκτός του ότι ανάγεται πλέον στο πρότυπο της ευτυχίας, οδηγεί στην αυτοκατανάλωση εν τέλει. Ο άνθρωπος αποστασιοποιήθηκε από τη γη, αστικοποιήθηκε. Η Ελλάδα του σήμερα γέμισε υδροκέφαλες τσιμεντουπόλεις που προσβάλλουν την αισθητική και το είναι της Διανόησης, άρα και του Δουατζή: «και αυτοί μιλούν για επενδύσεις, τρέχουν τα τρωκτικά σε παραζάλη, υπέρβαρα, κέρματα φορτωμένα». Είναι σαφέστατη η αναφορά του  στις σύγχρονες τσιμεντουπόλεις, στα συρτάρια των πολυκατοικιών που μονώνουν την ανθρώπινη ψυχή, που οδηγούν στην έκπτωση της αξίας «άνθρωπος». Η γη, το χώμα που θρέφει τον άνθρωπο με τους καρπούς του, φαίνεται στον εξαίσιο στίχο: «στάζουν αρώματα τ’ ασπρόρουχα της γης».

Ο Δουατζής είδε το φως της πλατωνικής πολιτείας, κατάφερε να δει το καθαρό φως του ήλιου, νιώθει χρέος πως πρέπει να αφυπνίσει και το πλήθος, τη μάζα. Η ιδεολογική σύγχυση και η ηθική του συμφέροντος οδήγησαν τη χώρα σε πόλεμο, σε «πόλεμο χωρίς πυρομαχικά και ομοβροντίες», αλλά με σύγχρονα μέσα, «με υπολογιστές και γκρίζα βαριά κουστούμια». Αυτό πενθεί, για αυτό θρηνεί ο Γιώργος Δουατζής, «για τον πόλεμο που υπάρχει και σκοτώνει ελπίδες, αύριο, οράματα κι ακόμα κανένας δεν τον βλέπει». Και καταλήγει στο συγκινητικότερο, κατ’ εμέ, κομμάτι της συλλογής του: «όσες φορές και να πενθήσεις την απώλεια πάντα θα είναι η πρώτη σου φορά, η συλλογική δυστυχία δεν έχει διαστάσεις, η ατομική δεν έχει μεγαλύτερο της».

Σύμφωνα με τον ποιητή μας, η αμάθεια και ο εφησυχασμός, η πνευματική αδράνεια εν ολίγοις, οδήγησαν τη χώρα στην παρούσα κατάσταση. Ο άνθρωπος, βουτηγμένος στη μάζα και τη χειραγώγηση, δεν κατάφερε να ανταπεξέλθει στο αίτημα των καιρών: στην αυτογνωσία, στο γνώθι σαυτόν, στο βαθύ γνώθι σαυτόν, αυτό υποβάλλει τον Δουατζή, τον πικραίνει, τον φθείρει. Ο άνθρωπος, όπως ο Δουατζής μας τον παρουσιάζει, από επιλογή του έμεινε μόνος, πόσο ορθό το ρήμα που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, ακατάπαυστα για να προκαλέσει τον προβληματισμό μας θαρρώ, μέσα στη συλλογή: μονώθηκε. Ο υπέρκαταναλωτισμός έκανε τον Έλληνα να πιστέψει στην απαξία, στα ψεύτικα πρότυπα, στα είδωλα ενός όχι μαγικού καθρέφτη. «Να έχεις ανάγκη τα χρειώδη που αφανίζουν τις ελλείψεις». Αυτό ακριβώς μας δηλώνουν, αυτός ο υπερκαταναλωτισμός οδήγησε τους ανθρώπους στην αστικοποίηση, στη μάζα, στην ανωνυμίας της επωνυμίας και όχι εκείνη της παλιάς κοινωνίας. Ρητά δηλώνεται μέσα στο ποίημα μας, ο άνθρωπος πια, ανώνυμος την επωνυμία του χαρακτηρίζεται «δίποδο».

Πιστεύω πως θα πρέπει να σταθούμε, αν μη τι άλλο, στο θέμα του χρόνου στο Γιώργο Δουατζή, στην Πατρίδα των Καιρών, στην πατρίδα των περιστάσεων και της συγκυρίας, ο οποίος μάλιστα δεν εκφράζεται με το λέξημα χρόνος, όχι, ο ποιητής μας το ανάγει σε έννοια. Συγκεκριμένα: «ήρθε η ώρα που οι αιώνες περνούνε βιαστικοί,/ η κοινωνία βυθίζεται στην αποσύνθεση, με τους αιώνες να περνάνε βιαστικοί». Ο χρόνος αυτός, η έννοια του χρόνου λοιπόν, είναι αυτή που δημιουργεί στο Δουατζή την υποχρέωση για πνευματική εγρήγορση, για ανύψωση του ηθικού και το ξεκίνημα μιας νέας ζωής σε καιρούς χαλεπούς. Το παρόν χρήζει άμεσης ανατροπής, δεν πρέπει να δοθεί καμία βάση στο παρελθόν, στο ηρωικό και στο ένδοξο, είναι άσκοπες οι προγονικές συγκρούσεις. Ο λαός βρίσκεται σε πνευματική αδράνεια, ο Δουατζής βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση, άρα ο Δουατζής πρέπει να ενεργοποιήσει το λαό και από υποκείμενο κατάστασης να μεταβληθεί σε  υποκείμενο δράσης. Οι καιροί μάλιστα είναι τόσο χαλεποί που δεν επιτρέπουν καμία σύγκριση/ αναφορά/αντιπαράθεση με το παρελθόν (αδιάφοροι για πρόσωπα, είδη και συναλλαγές).

Εν κατακλείδι, η Πατρίδα των Καιρών του Γιώργου  Δουατζή, δεν αποτελεί μια απλή αναφορά στο αμαυρό παρόν της Ελλάδας, αποτελεί ένα μιμητικό πρότυπο προς όλους τους ανθρώπους, ναι!, είναι μια πανανθρώπινη μοντέρνα πατρίδα των καιρών. Ο ποιητής μας, ξεκάθαρα αποστασιοποιημένος από την προοδοπληξία θέτει τη ρήτρα για μια νέα Πατρίδα των Καιρών, για μια πατρίδα που η ψυχή δεν θα προσμετράται με κέρματα, ούτε θα κλείνεται σε ατσαλάκωτα κουστούμια.

Προηγούμενο
Επόμενο
[top]
About the Author
douatzis