29 Oct 2020

Σπονδές – Δρ. Βασίλης Πολυχρονόπουλος

0 Comment

Τότε που θα φύγω – Θα πεθάνω ένα πένθιμο του Φθινοπώρου δείλι : Μια διακειμενική ανάγνωση

Το θέμα του θανάτου και της υστεροφημίας των πνευματικών ανθρώπων απαντάται στην ελληνική λογοτεχνία ήδη από τα κείμενα της αρχαιότητας. Οι δημιουργοί ανάμεσα στα άλλα έργα τους αφιερώνουν κάποιες φορές λίγες γραμμές στο να περιγράψουν πώς φαντάζονται το τέλος της ζωής τους, αλλά και το ποια πιστεύουν ότι θα είναι η στάση που θα τηρήσει ο κοινωνικός και πνευματικός χώρος απέναντι στο έργο τους. Εδώ εντάσσεται και η έννοια της υστεροφημίας που συνδυάζεται με την υπαρξιακή αγωνία ενός ανθρώπου που με το έργο του εκτίθεται και, επομένως, επιδιώκει – εκτός από την έκφραση – και την αποδοχή.

Το θέμα αυτό εμφανίζεται στην ποιητική σύνθεση του Γιώργου Δουατζή με τίτλο «Τότε που θα φύγω», που εντάσσεται στη συλλογή «Σπονδές», η οποία κυκλοφόρησε το 2004 από τις εκδόσεις «Εξάντας». Μια πρώτη ανάγνωση του κειμένου μας μεταφέρει σε εικόνες και έννοιες οι οποίες – αν και σε σημεία διαφορετικές –παραπέμπουν στο κείμενο του Κώστα Ουράνη «Θα πεθάνω ένα πένθιμο του Φθινοπώρου δείλι». Έτσι, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο πραγματεύονται το ίδιο θέμα δύο ποιητές, οι οποίοι έζησαν σε διαφορετικές εποχές.

Καταρχήν και οι δύο συνθέσεις αποτελούν πολύστιχες δημιουργίες σε ελεύθερο στίχο. Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη στα σημεία όπου το ποιητικό υποκείμενο αναφέρεται στο θάνατό του και τριτοπρόσωπη κάθε φορά που περιγράφονται οι αντιδράσεις της κοινωνίας. Στο «Τότε που θα φύγω» εμφανίζεται και το δεύτερο γραμματικό πρόσωπο με την αναφορά σε κάποια γυναικεία παρουσία, τη μόνη που βρίσκεται κοντά του ως το τέλος. Ομοίως και η οπτική γωνία ποικίλει, καθώς παρουσιάζει τα ίδια γεγονότα από τουλάχιστον δυο διαφορετικές σκοπιές. Επιπρόσθετα, και στα δύο κείμενα υπάρχουν στίχοι που επαναλαμβάνονται, όπως οι τίτλοι, καθώς και η φράση «Και συ θα είσαι εκεί».

Τόσο το ποίημα του Γιώργου Δουατζή, όσο και του Κώστα Ουράνη δίνουν αρχικά κάποιους αόριστους τοπικούς και χρονικούς προσδιορισμούς. Ο πρώτος τοποθετεί το γεγονός στην Άνοιξη, την εποχή της αναγέννησης της φύσης :

 

Τότε που θα φύγω

θα είναι Άνοιξη

η γη θα μυρίζει ζωή

η θάλασσα θα λαμπυρίζει

ο άνεμος θα γλυκοφυσά

 

Τότε που θα φύγω

 

Οι βουκαμβίλιες μου θα είναι γεμάτες άνθη

και μόνες θα υποκλιθούν

στον θαυμασμό που έτρεφα γι’ αυτές

αφού άνθιζαν όποτε ήθελαν

 

Η περιγραφή μας μεταφέρει στον ιδιωτικό χώρο του υποκειμένου. Στους παραπάνω στίχους το περιβάλλον βρίσκεται σε ακμή, καθώς η γη «μυρίζει ζωή», η θάλασσα «λαμπυρίζει», ο άνεμος «γλυκοφυσά» και οι βουκαμβίλιες είναι ανθισμένες.

Είναι σαφές ότι από την περιγραφή απουσιάζουν τα αρνητικά σήματα. Άρα, υπάρχει μια έντονη αντίθεση ανάμεσα στην έννοια της Άνοιξης, που ταυτίζεται με  τη ζωή, και στο θάνατο του υποκειμένου. Στη λογοτεχνία συχνά το φυσικό περιβάλλον εκφράζει τον ψυχικό κόσμο των ηρώων. Έτσι, ο Χειμώνας και το Φθινόπωρο παραπέμπουν σε δυσφορικά συναισθήματα, ενώ η Άνοιξη και το Καλοκαίρι στην ευφορία και τη χαρά. Εντούτοις, εδώ ο ήρωας επιλέγει να τοποθετήσει το τέλος του σε μια εποχή ακμής της φύσης, όχι για να δώσει μια θετική διάσταση στο θάνατό του, αλλά για να εκφράσει μια αδιαφορία, μια παραμέληση ακόμη και του περιβάλλοντος προς το πρόσωπό του.           Το εκφώνημα «άνθιζαν όποτε ήθελαν» εντάσσεται στην ίδια παραδειγματική σειρά της αδιαφορίας για το τέλος του. Τα συναισθήματα που εξάγονται είναι πικρία και απογοήτευση, αλλά και μια αίσθηση μοναξιάς κι απόστασης :

 

Τότε που θα φύγω

 

θα το μάθουν οι φίλοι από τις εφημερίδες

στα μονόστηλα των γραφείων τελετών

 

θα κλάψουν όσοι νιώσουν το κενό της απουσίας

οι γυναίκες που έσμιξα σε υπέρτατες στιγμές

αυτές που δέχτηκαν τη σπονδή μου

στο υπέροχο ιερό τους προσκυνώντας

και πίστεψαν ότι τις ερωτεύτηκα

γιατί παρανόησαν την ευλάβειά μου

στο γυναικείο κορμί

στην υπέροχη κοιλιά

την πηγάζουσα ζωή

και ένταση

και αίμα

και οσμές

και ανάγκες

και ζέστη ανείπωτη

και δικαιολογία ύπαρξης

 

κι ο σκύλος μου θα κλάψει τρεις μέρες

επισημαίνοντας την απουσία

από το σπίτι μου

 

Οι πρώτοι στίχοι υποδηλώνουν μια απόσταση ανάμεσα στον ήρωα και το φιλικό του περιβάλλον. Οι φίλοι δε βρίσκονται κοντά του τις τελευταίες του στιγμές. Πληροφορούνται το θάνατό του από τις εφημερίδες και τα «μονόστηλα των γραφείων τελετών». Εδώ συνδηλώνεται η μοναξιά του υποκειμένου. Το γεγονός ότι θρηνούν γι’ αυτόν οι γυναίκες που συνδέθηκαν ερωτικά μαζί του δεν ανατρέπει αυτήν την πραγματικότητα. Ο ίδιος ο ήρωας θεωρεί ότι δεν υπήρξε πραγματική επικοινωνία μεταξύ τους. «Πίστεψαν ότι τις ερωτεύτηκα» γράφει χαρακτηριστικά, ενώ στην πραγματικότητα απλά λάτρεψε το γυναικείο κορμί ως πηγή ομορφιάς, ζωής, έρωτα και πάθους. Συνεπώς, απουσιάζει ο πραγματικός δεσμός μαζί τους και μοιάζει να βρίσκει καταφύγιο μόνο στην αγαπημένη που βρίσκεται κοντά του μέχρι το τέλος. Ακόμη κι ο σκύλος του, σύμβολο πραγματικής πίστης και αφοσίωσης, κλαίει μοναχά για τρεις μέρες. 

Από την άλλη πλευρά ο Ουράνης τοποθετεί το θάνατό του σε κάποιο «Φθινοπωρινό δειλινό» :

«Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι

μεσ’ στην κρύα μου κάμαρα όπως έζησα : μόνος˙

στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν’ ακούω

και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.

 

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι

μέσα σ’ έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,

θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να’ ρθει ο αστυνόμος,

θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία»

 

Δεν είναι τυχαίο ότι ο ήρωας επιλέγει το φθινόπωρο. Είναι η εποχή της μελαγχολίας και η αρχή του θανάτου της φύσης που ολοκληρώνεται το χειμώνα. Η κάμαρά του, χώρος ιδιαίτερα συνήθης στο ποιητικό σύμπαν του Ουράνη, είναι κρύα και ο ίδιος μόνος, όπως νιώθει ότι ήταν στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Τα σήματα της μοναξιάς κυριαρχούν εδώ. Μόνη του συντροφιά είναι η βροχή και θόρυβοι καθημερινοί από το δρόμο. Το υποκείμενο φαντάζεται ένα θάνατο μοναχικό σε μια κρύα κάμαρα την ώρα που η ζωή έξω από αυτήν θα κυλά κανονικά δίχως να επηρεαστεί καθόλου από την κατάστασή του. Περιγράφει πώς θα τον βρουν νεκρό στο κρεβάτι και θα έρθει ο αστυνόμος για να παραλάβει το νεκρό κορμί του γιατί κανείς άλλος δεν θα υπάρχει κοντά του ούτε στις τελευταίες του ώρες. Παρουσιάζεται, λοιπόν, μια αντίθεση ανάμεσα στην αδράνεια του εσωτερικού χώρου της κάμαρας, όπου δεσπόζει το άψυχο κορμί του ήρωα, και στην καθημερινότητα που εκτυλίσσεται κανονικά στον εξωτερικό χώρο «αδιαφορώντας» για το γεγονός :

 

Εσωτερικός χώρος κάμαρας             Εξωτερικός χώρος δρόμου

———————————-     vs      ——————————-

       θάνατος του ήρωα                     συνηθισμένη καθημερινότητα       

 

Στο φιλικό και κοινωνικό του περιβάλλον φαντάζεται ανάλογες μετριοπαθείς αντιδράσεις :

«Απ’ τους φίλους, που παίζαμε πότε – πότε χαρτιά,

θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά : «τον Ουράνη

μην τον είδε κανείς ; Έχει μέρες που χάθηκε…»

Θ’ απαντήσει άλλος, παίζοντας : «Μ’ αυτός έχει πεθάνει !»

 

Μια στιγμή θ’ απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,

θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι˙

θε να πουν : «Τ’ είναι ο άνθρωπος ! Χτες ακόμα εζούσε…»

– και βουβοί, στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.

 

Κι αυτή θα’ ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.

Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου

και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,

όπου θα’ ναι όλοι οι φίλοι μου – κ’ ίσως – ίσως οι οχτροί μου.

 

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι

σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι˙

και μια Κέτυ, θαρρώντας πως την ξέχασα γι’ άλλην,

θα μου γράψει ένα γράμμα – και νεκρό θα με βρίσει…»

 

Οι στίχοι, που διακρίνονται από λεπτή ειρωνεία, αποκαλύπτουν ότι ο ήρωας δεν έχει ουσιαστικές σχέσεις με τον κοινωνικό του περίγυρο. Οι φίλοι δε βρίσκονται κοντά του τη στιγμή του θανάτου του, αλλά και οι αντιδράσεις τους για το τέλος του είναι χλιαρές, ψυχρές, αδιάφορες. Πληροφορούνται το θάνατό του τυχαία και περιορίζονται σ’ ένα κούνημα του κεφαλιού κι ένα κόμπιασμα στο παιχνίδι, το οποίο, όμως, είναι σύντομο και δεν τους αποσπά από αυτό. Τα στοιχεία αυτά δίνουν έμφαση στη μοναξιά του υποκειμένου, που φοβάται ότι έζησε δίχως να αφήσει πουθενά το στίγμα του.

Το πρόωρο τέλος του – ο Ουράνης αντιμετώπιζε τον κίνδυνο του θανάτου από τα παιδικά του ήδη χρόνια, λόγω των προβλημάτων υγείας του – θα έχει αφήσει ακόμη στη ζωή τους γέρους γονιούς του που θα είναι οι μόνοι που θα κλάψουν για το χαμό του. Αξίζει εδώ να σημειωθεί η τραγική διάσταση της πρόωρης απώλειας του παιδιού πριν από τους γονείς.

Αλλά και η τελετή που περιγράφεται με «περίσσιους παπάδες», με φίλους και ίσως και κάποιους εχθρούς, έχει όλα τα στοιχεία του χριστιανικού τυπικού, το οποίο, όπως γνωρίζουμε, αποστρεφόταν. Αξίζει να θυμηθούμε στο σημείο αυτό την περιγραφή του υποκειμένου στο ποίημα με τίτλο Πανθεϊσμός σχετικά με το πώς επιθυμεί την τελετή του θανάτου του. Ο ήρωας ζητά ρητά να μην γίνει μια χριστιανική τελετή με κληρικούς και θρήνο γύρω από το κορμί του, αλλά προτιμά να καεί το σώμα του για να ενωθεί με τη φύση.

Όλα τα στοιχεία του ποιήματος συνθέτουν μια κατάσταση πλήρους στέρησης[1] για τον ήρωα. Η περιγραφή παραπέμπει στη διαπίστωση ότι έζησε μια ζωή μοναξιάς. Πιστεύει ότι δεν έχει πραγματικούς φίλους που θα ενδιαφερθούν ειλικρινά ακόμη και για το θάνατό του.

Ανάλογες δυσφορικές εικόνες υπάρχουν και στο κείμενο του Γιώργου Δουατζή :

 

Δυστυχώς

δεν θα έχω φύγει πρώτος από τους αγαπημένους μου

και θα φέρω κενό μέγα εντός μου

όπως έφερα κενό από τις πολλαπλές απουσίες

που οδηγούν στην πραγματική Ποίηση

 

Τότε που θα φύγω

 

Θα σκέφτονται μη κι εξακολουθώ να υπάρχω

και θα ανάβουν καντήλια

αγνοώντας το οριστικό τέλος

 

Ο ήρωας φαντάζεται ότι πεθαίνει αφού πρώτα έχει χάσει τους αγαπημένους του. Συνακόλουθα, θα έχει βιώσει έντονα το συναίσθημα της απώλειας και του θανάτου. Η αναφορά στα καντήλια παραπέμπει στη μετά θάνατο ζωή. Όμως, όπως και στη σύνθεση του Ουράνη ο ήρωας δεν επιθυμεί το προβλεπόμενο τελετουργικό, έτσι κι εδώ το υποκείμενο φαίνεται ν’ αποστασιοποιείται από το χριστιανικό τυπικό.

Το «κενό» στο οποίο αναφέρεται σε συνάρτηση με την «απουσία» οδηγούν το υποκείμενο στη στέρηση, η οποία αποτελεί πηγή ποιητικής έμπνευσης. Συνακόλουθα, το ποιητικό έργο του έχει απαρχή την απουσία, την ένδεια, το θάνατο και την απώλεια. Με τους παραπάνω στίχους οδηγούμαστε στο θέμα της υστεροφημίας του δημιουργού. Οι ακόλουθοι στίχοι είναι χαρακτηριστικοί :

 

Τότε που θα φύγω

 

η ανθρωπότητα θα με ευγνωμονεί

αφού εξέλιπε μια ακόμα ενόχληση ή απειλή

θα ανακαλύψουν αίφνης πολλά και κείνοι αντίπερα θα γράψουν

«δια το έξοχον ποιητικόν φιλοσοφικόν μου έργον

δια το απαράμιλλον ήθος μου

δια τα καθαρά αγνά μου μάτια

δια την ατελείωτην αγάπην μου εις τον άνθρωπο

δια την βαθυτάτην ευγένειάν μου

δια τας μυρίους όσας ενισχύσεις μου εις τους συνανθρώπους

δια την τεραστίαν πλην ζεστήν αγκάλην μου

δια τους κοινωνικούς μου αγώνας

δια τα ατελεύτητα πάθη μου

δια τους εκατοντάδας έρωτάς μου

δια την επιμελημένην μου μοναχικότηταν»

 

έτσι ως επαρχιακοί δημοδιδάσκαλοι

επαρχίας του πενήντα ομιλούντες

 

Τότε που θα φύγω

 

θα βρουν μια περιουσία χάρτινη

θα αναλογίζονται τι να την κάνουν

Μπορεί να ανάψουν το τζάκι

και θα τους είναι εμφανώς χρήσιμη

Μπορεί να στρωθούν στη μελέτη

και να ανακαλύψουν όχι όσα έκρυβα

μα όσα δεν ήθελαν να δουν

σε έναν εν κρυπτώ ποιητή

 

Οι κρίνοντες για να υπάρχουν

γράφοντες στα κάθε λογής έντυπα

θα γράψουν ύμνους

για κείνον που όσο ζούσε

 δεν του συγχωρούσαν ούτε το περπάτημα

ούτε τη φωνή

ούτε τη ματιά

 ούτε την ανάσα

και κυρίως τους μεγάλους έρωτες

 

Πολύ σύντομα θα με ξεχάσουν

τα βιβλία μου έκθεμα παλαιοπωλείων

σε ευτελή τιμή

για ιδιόρρυθμους ερευνητές

 

Το υποκείμενο θεωρεί πως ο θάνατός του θα προκαλέσει χαρά στην ανθρωπότητα, επειδή το έργο του αποτελεί «ενόχληση» και «απειλή». Ο δημιουργός προφανώς ενστερνίζεται την αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να ασκεί κριτική στην κοινωνία, να χαράζει νέους δρόμους, ακόμη κι όταν αυτοί δεν είναι ευχάριστοι ή προκαλούν αντιδράσεις. Θεωρεί, λοιπόν, πως τέτοιος είναι ο χαρακτήρας και της δικής του παραγωγής. Συνακόλουθα, πρόκειται για ένα έργο που δεν επιδιώκει απλά την τέρψη και την ευχαρίστηση, αλλά έχει βαθύτερο περιεχόμενο και στόχο. Άρα, πιστεύει πως οι δημιουργίες του έχουν ειδικό βάρος και του αξίζει μια θέση στα γράμματα της εποχής του.

Εντούτοις, οι κριτές του δεν κατανοούν το περιεχόμενό του. Αντιθέτως, αντί να εστιάζουν στα ίδια τα κείμενά του, ασχολούνται με το χαρακτήρα και τις επιλογές του στη ζωή. Η χρήση καθαρεύουσας και οι εμπρόθετοι προσδιορισμοί που ξεκινούν με το «δια» εκφράζουν μια έντονη ειρωνεία προς εκείνους που αδυνατούν να εκτιμήσουν σωστά την ποίησή του. Η έννοια της απόστασης επανέρχεται εδώ για να δώσει τη μοναξιά του δημιουργού, τον οποίο συχνά αδυνατεί να κατανοήσει η κριτική. Η ειρωνεία εντείνεται στο σύνταγμα «επαρχιακοί δημοδιδάσκαλοι» και στο εκφώνημα «επαρχίας του πενήντα ομιλούντες», που παραπέμπουν σε μια ξεπερασμένη εποχή και αντιμετώπιση της λογοτεχνίας, και κορυφώνεται με την αναφορά σε όσους θα γράφουν ύμνους για το ίδιο πρόσωπο στο οποίο ασκούσαν δριμύτατη κι άδικη κριτική καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Η υπερβολή «δεν του συγχωρούσαν ούτε το περπάτημα, ούτε τη φωνή, ούτε τη ματιά, ούτε την ανάσα» παραπέμπει σε μια ασφυκτική πραγματικότητα όπου ο δημιουργός βάλλεται ασταμάτητα από τους επικριτές του.

Η «χάρτινη περιουσία», το λογοτεχνικό του, δηλαδή, έργο γίνεται παρανάλωμα του πυρός στο τζάκι, ενώ τα κείμενά του παρερμηνεύονται. Τα λεξήματα «ανακαλύψουν» και «έκρυβα», καθώς και το «εν κρυπτώ ποιητή» παραπέμπουν στο επίπεδο βάθους των συνθέσεών του, όπου υποκρύπτονται τα πραγματικά μηνύματα, τα οποία αγνοούν οι κριτικοί.

Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί η λήθη. Το εκφώνημα «θα με ξεχάσουν» και τα βιβλία του που θα έχουν χάσει την αξία τους, εφόσον θα πωλούνται σε «ευτελή τιμή» συνεπάγονται την απώλεια της υστεροφημίας του λογοτέχνη, γεγονός που τον οδηγεί στη στέρηση.

Το θέμα της υστεροφημίας εμφανίζεται και στους στίχους του Ουράνη :

 

Κάποιος θα’ ναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψει

πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην,

νέος γνωστός στους κύκλους μας, που κάποτε είχε εκδώσει

μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην».

 

Το εκφώνημα «θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία» που αναφέρθηκε παραπάνω παραπέμπει στην αγωνία του για υστεροφημία, αλλά έμμεσα εκφράζει και την άποψη του ήρωα – ποιητή για την αξία[2] του έργου του. Φοβάται ότι θα χαθεί μέσα στην ανωνυμία, σαν κάποιον που δεν έχει παρελθόν. Έτσι εκφράζει – μέσα και από τη λεπτή ειρωνεία – την υπαρξιακή αγωνία για το πώς θα μείνει στην ιστορία ο ίδιος και η πνευματική του παραγωγή. Πρόκειται για την αγωνία του ανθρώπου να αφήσει κάπου τη σφραγίδα του, ώστε να μη χαθεί στο πέρασμα του χρόνου.

Επομένως, η αδιαφορία δεν περιορίζεται σε κοινωνικό επίπεδο, αλλά επεκτείνεται και στην λογοτεχνική του ιδιότητα. Τα σχόλια για το έργο του είναι πολύ επιφυλακτικά. Η «πολλά υποσχόμενη» συλλογή από ποιήματα που θα θυμηθεί κάποιος γνωστός δίνει την αίσθηση της μετριότητας. Χαρακτηριστική είναι εδώ η χρήση αόριστων προσδιορισμών : το υποκείμενο πεθαίνει «στην ξένην», δηλαδή τον παρατοπικό χώρο[3] δίχως να δίνονται περαιτέρω τοπικοί προσδιορισμοί. Επιπρόσθετα, το χρονικό «κάποτε» σε συνάρτηση με το εκφώνημα «μια συλλογή ποιήματα» για την οποία δεν δίνεται ούτε ο τίτλος, καθώς και το σύνταγμα «πολλά υποσχομένη» μειώνουν την αξία του έργου του στο επίπεδο μιας απλά καλής κι ελπιδοφόρας προσπάθειας, που, όμως, ακόμη δεν ξεπερνά τα όρια της μετριότητας. Πρόκειται για μια μετριοπαθή στάση που κατατάσσει τον ποιητή σε μια ομάδα ελασσόνων δημιουργών καταδικασμένων να χαθούν στην ανωνυμία και τη μετριότητα.  

Συνεπώς, οι συνθέσεις του Γιώργου Δουατζή και του Κώστα Ουράνη παρουσιάζουν όχι μόνο την επιθυμία του δημιουργού να κατακτήσει την υστεροφημία μέσα από το έργο του, αλλά και τη γενικότερη υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου να διατηρηθεί στην ανάμνηση τουλάχιστον του κοινωνικού του περίγυρου. Εντούτοις, και οι δυο ήρωες βιώνουν ένα τέλος, που διαφέρει πολύ από αυτό που θα επιθυμούσαν. Σβήνουν μονάχοι, μακριά από το φιλικό τους περιβάλλον. Η ζωή συνεχίζει την πορεία της αδιάφορη για το χαμό τους, ενώ και ο πνευματικός χώρος αντιμετωπίζει με μετριοπάθεια και σχετική αδιαφορία την πνευματική τους παραγωγή καθιστώντας τους ελάσσονες λογοτέχνες που θα χαθούν στη λήθη.

 

Βιβλιογραφία

Genette, Gérard, “Figures III”, Paris : Seuil, 1972.

Greimas, A. J., “Sémantique structurale. Recherche de méthode”, Paris : Larousse, 1966.

 “Élements d’ une grammaire narrative”, Du sens, Essais sémiotiques, Paris : Seuil, 1970, σσ. 179-180.

 “Conditions d’une sémiotique du monde naturel”, Du sens, Paris: Seuil, 1970, σσ. 49-91.

 “La structure des actants du recit”, Du sens, Essais sémiotiques, Paris : Seuil, 1970, σσ. 249-270.

 “Pour une théorie de l’ interpretation du récit mythique”, Du sens, Essais sémiotiques, Paris : Seuil, 1970, σσ. 185-230.

 “Maupassant, la sémiotique du texte: exercices pratiques”, Paris : Seuil, 1976.

”Pour une sémiotique topologique», Sémiotique et sciences sociales, Paris : Seuil, 1976, σσ. 129-157.

 “Un problème de sémiotique narrative: les objets de valeur”, Du sens II, Paris : Seuil, 1983, σσ. 19-48

 “Les actants, les acteurs et les figures”, Du sens II, Paris : Seuil, 1983, σσ. 49-66.

 “De la modalisation de l’être”, Du sens II, Paris : Seuil, 1983, σσ. 93-102.

 “De la colère. Étude de sémantique lexicale”, Du sens II, Paris : Seuil, 1983, σσ. 225-246.

 “The Love-Life of the Hippopotamus. A Seminar with A. J. Greimas”, On Signs, Marshall Blonsky (ed.), Oxford : Basil Blackwell, 1985, σσ. 341-362.

 “On Meaning”, New Literary History, 3 (1989), σσ. 539-550.

Greimas, A. J. – Courtés, J., “The Cognitive Dimension of Narrative Discourse”, New Literary History, 3 (1989), σσ. 562-579.

   “Sémiotique, Dictionnaire raisonné de la théorie du langage”, Paris: Hachette, tome I, 1979.

   “Sémiotique, Dictionnaire raisonné de la théorie du langage II”, Paris: Hachette, 1986.

Greimas, A. J. – Fontanille, J., “Sémiotique des passions. Des états de choses aux états d’ âme”, Paris: Seuil, 1991.

Greimas A. J. – Rastier F., “The Interaction of Semiotic Constraints”, Yale French Studies, 41 (1968), σσ. 86-105.

 “Les jeux des contraintes sémiotiques”, Du sens, Essais sémiotiques, Paris: Seuil, 1970, σσ. 135-155

Propp, Vladimir, “Morphology of the Folktale”, trans. L. Scott, Austin and London: University of Texas Press, 1968.

Βελουδής Γιώργος, “Ψηφίδες, Για μια Θεωρία της Λογοτεχνίας”, Αθήνα : εκδ. «Γνώση», 1992, σσ. 54-55.

Boklund – Λαγοπούλου, Κάριν, “Οι σύγχρονες μέθοδοι ανάλυσης λογοτεχνικών κειμένων”, Φιλόλογος, Τόμος ΣΤ’, Τεύχος 29, Θεσσαλονίκη (Οκτώβριος 1982), σσ. 145-162.

Ιλίνσκαγια Σόνια, “«Εγώ», «Εμείς», ο «Άλλος» στην ποίηση του Τ. Λειβαδίτη”, Εισήγηση στο Β’ Συμπόσιο Νεοελληνικής Λογοτεχνίας με τίτλο : «Ο «Άλλος» στην Ελληνική Λογοτεχνία του 20ού αιώνα», Αθήνα, 1-3 Δεκεμβρίου 2000

Καψωμένος, Ερατοσθένης, Γ., “Σημειωτική και Λογοτεχνία”, Διαβάζω, 71 (15-6-1983), σσ. 30-35.

 “Σημειωτική και θεωρία της ποίησης”, Πρακτικά Α’ Συμποσίου Νεοελληνικής Ποίησης, Αθήνα : εκδ. Γνώση, β’ τόμος, 1983, σσ. 161-171.

 “Η διχοτομία “φύση/πολιτισμός” ως κριτήριο οριοθέτησης της πρώτης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς”, Σπείρα, 2-3 (1984), σσ. 113-132.

 “Κώδικες και Σημασίες, Αθήνα” : εκδ. «Αρσενίδη», 1990.

 “Η «Δομική Σημαντική» μετά τον Greimas : Κριτικός απολογισμός-προοπτικές”, Ελληνική Σημειωτική Εταιρία, Άνθρωπος ο Σημαίνων, Τόμος 1, Λόγος και Ιδεολογία, IV Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Σημειωτικής Εταιρείας, Θεσσαλονίκη : εκδ. Παρατηρητής, 1996, σσ. 13-34.

 “Ο έρωτας στη Νεοελληνική Λογοτεχνία. Από το Σικελιανό στον Ελύτη”, Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας, της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Τόμος ΚΗ’, Μέρος Τρίτο, Ιωάννινα : εκδ. Δωδώνη, 1999.

 “Αφηγηματολογία : θεωρία και μέθοδοι ανάλυσης της αφηγηματικής πεζογραφίας”, Αθήνα : Πατάκης, 2003.

Μπενάτσης, Απόστολος, “Η ποιητική μυθολογία του Τάσου Λειβαδίτη”, Πρόλογος Ε. Γ. Καψωμένος, Αθήνα : Επικαιρότητα, 1991.

 “Το σημειωτικό τετράγωνο. Σύγχρονες ερμηνευτικές προσεγγίσεις στη λογοτεχνία”, Αθήνα: Επικαιρότητα, 1994.

 “Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Πάθη-Δράση-Κώδικες”, Αθήνα : Επικαιρότητα, 1995, σσ. 181-192.

 Το σημειωτικό τετράγωνο ΙΙ, Αθήνα : Επικαιρότητα, 1995

 “Η αλληλενέργεια και οι περιορισμοί των δομών βάθους/επιφάνειας στο λογοτεχνικό κείμενο”, Τρίτο Πανελήνιο Συνέδριο Σημειωτικής (Ιωάννινα 26-29 Οκτωβρίου 1989) με τίτλο : Η Ζωή των Σημείων, Θέματα Σημειολογίας και Πολιτισμού, Ελληνική Σημειωτική Εταιρία, επιμ. Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, Γρηγόρης Π. Πασχαλίδης, Θεσσαλονίκη : εκδ. Παρατηρητής, 1996, σσ. 339-353.

 Σημειωτική και Κείμενο, Ποιητικός, Σατιρικός και Θεατρικός Λόγος, Επτά συν δύο αναλύσεις, Ιωάννινα : εκδ. Επικαιρότητα, 1999.

 “Ο «άλλος» και οι διαφορετικές μορφές του στα κείμενα”, Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, τόμος 31, Ιωάννινα : εκδ. Δωδώνη, 2002, σσ. 103-113.

 “Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ…”, Κώστας Καρυωτάκης. Από τα πρώτα ως τα τελευταία ποιήματα, Αθήνα : Μεταίχμιο, 2004.

[1]    Για το εννοιολόγημα βλ. Propp, Vladimir, Morphology of the Folktale, trans. L. Scott, Austin and London: University of Texas Press, 1968, σσ. 35-36

[2]    Για την αξία Βλ. Greimas, A. J. – Courtés, J, Dictionnaire raisonné de la théorie du langage, Paris: Hachette, tome I, 1979, σσ. 414-415

[3]    Greimas, A. J., Maupassant, la sémiotique du texte: exercices pratiques, Paris: Seuil, 1976, σσ. 99-100

Προηγούμενο
Επόμενο
[top]
About the Author
douatzis