Κείμενο του Γ. Δουατζή για τον Τάσο Λειβαδίτη στο Andro.gr
30.10.2023
Τάσος Λειβαδίτης: Ο Άγιος της ελληνικής Ποίησης
Aν Άγιος της πεζογραφίας μας είναι ο Παπαδιαμάντης, τολμώ να ονομάσω Άγιο της Ποίησής μας τον Τάσο Λειβαδίτη. Η αγιοσύνη του –πέρα από θρησκείες– πηγάζει από την ίδια τη ζωή του, την ταυτισμένη με τις αξίες που υπηρέτησε το έργο του. Με αδιατάρακτη συνέπεια, έζησε μια ζωή αφιερωμένη στον άνθρωπο, στην αγάπη στον διπλανό, στα όνειρα που οικοδομούν την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο με οδηγό διαχρονικές αξίες. Έδινε απλόχερα σε όλους. Χρόνο, γνώση, πείρα, αγάπη στους νέους. Ως και υλική βοήθεια από το υστέρημά του σε ανθρώπους αδύναμους, πάντοτε εν κρυπτώ.
Δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ, δεν κακολόγησε, δεν επέρριψε ευθύνη για τίποτα και για οιονδήποτε λόγο σε κανέναν. Ως και τους διώκτες και βασανιστές του δεν μίσησε. Δεν πίκρανε, δεν πρόδωσε, δεν παραπλάνησε, δεν ενέπαιξε. Πορεύτηκε και δημιούργησε, παραμένοντας πιστός σε ιδανικά. Με μια ταπεινότητα, που όμοιά της δεν συναντάμε στον κόσμο της δημιουργίας, όπου συνήθως η έπαρση, η αλαζονεία, η οίηση, η αμετροέπεια και οι στείροι ανταγωνισμοί, καλά κρατούν… […]
«Ο Λειβαδίτης πορεύτηκε με μια ταπεινότητα, που όμοιά της δεν συναντάμε στον κόσμο της δημιουργίας».
Θα μεταφέρω κάποια στοιχεία της προσωπικότητάς του, λίγα στιγμιότυπα, μικρές ψηφίδες, χαρακτηριστικές του ανθρώπου, μαρτυρίες από την πολύχρονη φιλία μου μαζί του. Σε μια προσπάθεια να καταγραφεί η σπουδαιότητά του όχι μόνο ως ποιητή, αλλά και ως ανθρώπου. Διότι ήταν η σπάνια περίπτωση ενός δημιουργού, ο οποίος υπηρέτησε με τη στάση του ένα ολόκληρο αξιακό σύστημα ζωής, το οποίο οικοδόμησε και στήριξε με την Ποίησή του.
Ίσως ακούγεται υπερβολικό. Αλλά κάθε φορά που αναφέρομαι στον Τάσο Λειβαδίτη, τον μεγάλο αυτό δημιουργό και φίλο, νιώθω πραγματική συγκίνηση. Καλούμαι να μιλήσω γι’ αυτόν ως απόντα. Κάτι το οποίο δεν έχω συνηθίσει ακόμα. Κι ας πέρασαν τριάντα ολόκληρα χρόνια από το θάνατό του. Ίσως, διότι απωθώ τη σκέψη της μεγάλης απουσίας. Ίσως γιατί έχω ανάγκη να ξανακούσω τη φωνή του να με τονώνει, λέγοντάς μου «Δεν σε φοβάμαι εσένα. Ξέρεις να παλεύεις. Και μην ξεχνάς, κάθε μέρα γράφουμε ένα ποίημα»… Ίσως φαίνεται αφύσικο τρεις δεκαετίες μετά, αλλά επιζητώ ακόμα την παρουσία του ανθρώπου, του φίλου, του εμψυχωτή κάθε προσπάθειας στη ζωή και τη δημιουργία.
Είχα τη χαρά να με τιμά με τη φιλία του, από τη νεαρή μου ηλικία. Η αρχή της γνωριμίας μας είναι ενδεικτική της μεγαθυμίας και γενναιοδωρίας του. Νεαρός, με κάποια χειρόγραφα στο συρτάρι, τόλμησα να του τηλεφωνήσω. Με φοβερή δυσκολία, επιφύλαξη, δέος θα έλεγα. Διότι ο Λειβαδίτης ήταν για μένα, σε κείνη την ηλικία, το απόμακρο είδωλο. Ιδού ο σύντομος διάλογος:
«Καλησπέρα σας. Λέγομαι Γιώργος Δουατζής και νομίζω ότι γράφω ποιήματα. Θα μπορούσατε σας παρακαλώ να ρίξετε μια ματιά και να έχω τη γνώμη σας;» «Μεγάλη μου τιμή κύριε. Αφήστε τα στον εκδότη μου και θα σας τηλεφωνήσω εγώ».
Τα έχασα. Σκέφτηκα προς στιγμή ότι με ειρωνεύεται. Παρά ταύτα, άφησα στον εκδότη του τα χειρόγραφά μου, σίγουρος ότι δεν θα υπάρξει συνέχεια. Και όμως. Σε μία εβδομάδα ο Λειβαδίτης μού τηλεφώνησε για να ορίσουμε συνάντηση κάτω από το σπίτι του, στην οδό Αχαρνών 35.
«Είχα τη χαρά να με τιμά με τη φιλία του, από τη νεαρή μου ηλικία».
Ακριβέστατος στη συνάντηση, με μεγάλη αγωνία, τον περίμενα την καθορισμένη ώρα. Σαν να με γνώριζε καιρό, μόλις με είδε, πλησίασε, με έπιασε από το μπράτσο και αρχίσαμε να περπατάμε στην Αχαρνών, με κατεύθυνση ένα ουζοπωλείο στην πλατεία Βικτωρίας. Εκεί λοιπόν, μετάνιωσα που δεν είχα μαζί μου μαγνητόφωνο. Διότι άκουσα μια μοναδική διάλεξη για την ελληνική Ποίηση, από την αρχαιότητα έως εκείνη την εποχή. Μία διάλεξη, που μου έδωσε το στίγμα του γνωστικού εύρους του Λειβαδίτη. Αλλά κυρίως, των δυνατοτήτων του να διαχειρίζεται σοφά αυτές τις γνώσεις.
Από την πρώτη στιγμή, μου ζήτησε να του μιλάω στον ενικό. Άρχισε να αναφέρεται στα χειρόγραφά μου και ανακάλυψα έκπληκτος ότι είχε κάνει σημειώσεις σε κάθε σελίδα που του είχα δώσει. Ήταν ευγενικά σκληρός στις επικρίσεις και φειδωλός στα εγκώμια. Παράλληλα, ήταν άκρως ενθαρρυντικός και με παρότρυνε να συνεχίσω να γράφω. Δεν έπαψε να μου τονίζει την πειθαρχία που θέλει η γραφή, επισημαίνοντας ότι το ποίημα είναι ένα χειροτέχνημα, το οποίο απαιτεί επίμονη, επίπονη και συστηματική δουλειά.
Ξεθαρρεύοντας, εξομολογήθηκα τη σκέψη που έκανα αρχικά, ότι με ειρωνεύτηκε όταν μου είπε στο τηλέφωνο αυτό το «μεγάλη μου τιμή, κύριε». Μου απάντησε: «Το εννοούσα. Διότι είναι πράγματι τιμητικό, πολύ σημαντικό, να απευθύνονται νέοι άνθρωποι σε μένα. Είναι μεγάλη δικαιολογία ύπαρξης αυτή. Κάποτε εύχομαι να συμβεί και σε σένα, ώστε να καταλάβεις τι εννοώ». Αυτός ήταν ο Τάσος Λειβαδίτης. Πάντοτε έτοιμος να βοηθήσει κάθε νέο ποιητή, σε αντίθεση με άλλους ομοτέχνους του. Χαρακτηριστική η συνεχής του ενασχόληση με τη δημοσίευση δεκάδων κριτικών του για νέους ποιητές, στην εφημερίδα Αυγή. Έδινε απλόχερα, ανυστερόβουλα, μεγάθυμα. Όπως κάθε μεγάλος… […]
«Ο Λειβαδίτης έδινε απλόχερα, ανυστερόβουλα, μεγάθυμα. Όπως κάθε μεγάλος…»
Γεννήθηκε το βράδυ της Ανάστασης του 1922 και έκλεισε απροσδόκητα τα μάτια στις 30 Οκτωβρίου του 1988. Εξήντα έξι χρόνια μεστής, δημιουργικής, γεμάτης, πολυτάραχης ζωής. Φθινοπωρινή μέρα η κηδεία του, έκανε κρύο, ψιλόβρεχε σποραδικά. Οι άνθρωποι που συγκεντρώθηκαν για τον τελευταίο αποχαιρετισμό στο Α’ νεκροταφείο της Αθήνας ήταν απρόσμενα πολλοί. Και δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνες τις στιγμές, που βαδίζαμε προς τον τάφο, αλληλοστηριζόμενοι, με τον Γιάννη Ρίτσο και τη γυναίκα του Λειβαδίτη, Μαρία. Αυτή, απόλυτα σιωπηλή, βυθισμένη σε βουβό κλάμα. Και ο Ρίτσος, «ο μεγάλος αδελφός, ο σοφός ο Γιάννης» όπως τον αποκαλούσε ο Λειβαδίτης, συντριμμένος από τον πόνο της απώλειας, επαναλάμβανε συνεχώς μέσα από τους λυγμούς του «Τάσο, όμορφε άγγελε. Ως και νεκρός ένας άγγελος είσαι…»
Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι είχε προβλέψει στους στίχους του πως θα πεθάνει φθινόπωρο. Όμως, εδώ τελείωσα. Ώρα να φύγω. Όπως θα φύγετε κάποτε κι εσείς. Και τα φαντάσματα της ζωής μου θα μ’ αναζητούν τώρα τρέχοντας μες στη νύχτα και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν. Έτσι συνήθως έρχεται το φθινόπωρο. Γι’ αυτό σας λέω ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνια μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική.
Γιώργος Δουατζής, «Το χρέος»
(Ένα ποίημα στη μνήμη του Τάσου Λειβαδίτη)
Και μου ’λεγες, δάσκαλε
δεν θα πλαγιάζεις για να γυρίσει η νύχτα
αν δεν έχει γραφεί τη μέρα ένα ποίημα
και κάθομαι μπροστά στο λευκό χαρτί
το αφήνω, όπως πάντα, με σημάδια
ψυχής, ερώτων, πεταγμάτων
Αλλά, τώρα που έφυγες οριστικά πού να σου λέω…
χάθηκαν πολλά ποιήματα
και γύρισαν νύχτες πολλές
χωρίς μολύβια και χαρτιά
με τη ματιά στον ουρανό
Θέλω να μου πεις αλήθεια
χάθηκαν μαζί τους οι μέρες ή αυτά
διότι κάθε που ξυπνάω
και μεγαλώνει η απόσταση από τη γέννησή μου
νιώθω να χρειάζομαι όλο και περισσότερο
εκείνο το μοναδικό κάθε μέρα ένα ποίημα
Έτσι κύλησαν οι αιώνες
και νάμαστε πάλι οι δυο μαζί
να μετράμε μέρες και ποιήματα
να ζωντανεύουμε λευκά χαρτιά
για νάχουν αγάπη οι άνθρωποι
και να ζεσταίνονται τις νύχτες του χειμώνα
ήσυχοι αφού κάποιοι άλλοι
τραγούδησαν γι’ αυτούς κι απόψε
πληρώνοντας το προαιώνιο χρέος
που θα εκκρεμεί την επομένη, τη μεθεπόμενη
την κάθε των ανθρώπων νύχτα
Πηγή: andro.gr