Ποιήματα του Γ. Δουατζή στο blog «Ποίηση – Λογοτεχνία»
Γιώργος Δουατζής, «Το ότι διάλεξα να ζω δίχως βεβαιότητες, διόλου δεν με πληγώνει..»
Το ότι διάλεξα να ζω δίχως βεβαιότητες, διόλου δεν με πληγώνει. Έτσι γεύτηκα έναν αέρα ελευθερίας, χωρίς αυτό να αναιρεί τα ταξίδια του νου και την ευχαρίστηση της συνεχούς αναζήτησης. Βεβαίως, χωρίς την ύπαρξη μίας βεβαιότητας-βάσης δεν θα υπήρχαν τα μαθηματικά (των οποίων ως και σήμερα αναιρούνται θεωρήματα), η επιστήμη και η τεχνολογία. Αναρωτιέμαι όμως, όταν ο φιλόσοφος έχει πίστη σε βεβαιότητες, δεν κινδυνεύει να αγγίξει το δογματισμό; Και ποιος δογματισμός επιτρέπει «το άνοιγμα στον κόσμο» του αγαπημένου μου Αξελού;
Γιώργος Δουατζής, «Στίχοι οι μέρες»
Στίχοι είναι οι μέρες μου από καιρό
ροδίζουν την αυγή
λάμπουν καταμεσήμερο
σκουραίνουνε τις νύχτες
πότε μικραίνουνε βαριεστημένα
κάποτε μεγαλώνουν ρωμαλέα
ή νοσηρά αδειάζουν σαν ψυχές
Το ποίημα είναι η άχνα της εκπνοής του ποιητή
σ’ έναν αρχέγονο καθρέφτη
όπου χαράζει στίχους με το δάχτυλο
κι όταν αφανιστούν από τον άνεμο
βλέπει ολόγυμνο το πρόσωπό του
Γιώργος Δουατζής, «Μαργαρίτες»
Δώσ’ μου το χέρι σου, αγαπημένη
σήμερα άνθισαν οι μαργαρίτες σου
Είσαι
η αφή των βιβλίων που αγάπησα
οι μουσικές που με ταξίδεψαν
οι ευωδιές που μου χαρίζει το κορμί σου
οι φλύαρα μεστές σιωπηλές εικόνες
που κατακλύζουν τα όνειρά μου
Γιώργος Δουατζής, «Έφηβη φωνή»
Και με τον λόγο
προσπαθούσα να φτιάξω γέφυρες
να πλησιάσω τους ανθρώπους
Τα τρία μου αιτούμενα
σιωπή, γραφή και γέφυρες
ήταν μοναδικές κάθε φορά
πράξεις, απόπειρες κίνησης
Γιώργος Δουατζής, «Το Μικρό Αγόρι»
Ξέρω, θα πεις,
ποιος νοιάζεται για τη θλίψη σου
και πόσο έχει δικαίωμα να θλίβεται ένας συνεργός;
Διότι το ξέρω κι εγώ
ότι η σφαίρα που σκότωσε το μικρό αγόρι
έχει ένα μόριο από τον εαυτό μου.
Είναι φορές που ξυπνάς
και δεν θέλεις να αρχίσει η μέρα
κι ο ήλιος συνεχίζει την τροχιά του
δίνοντας φως κι άλλο φως
μέχρι καταμεσήμερο
να κάψει κάθε απόπειρα σκιάς
με κατακόρυφες αχτίδες
Γιώργος Δουατζής, «Δίποδη ευτέλεια»
«Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» είπε, «ξέρω, απάντησα, είσαι ένα από τα επτά δισεκατομμύρια δίποδα του πλανήτη»
κι ακούστηκε συριγμός μέγας εγκατάλειψης χιλιάδων μπαλονιών που ξεφουσκώνουν μετά την παιδική γιορτή μέσα σε ήχους ματαιότητας
Τότε ήρθε εκείνη η μεγάλη ώρα
που οι αιώνες περνούσαν βιαστικοί
αγνοώντας τη μοναδική στιγμή που σε κοίταξα
Γιώργος Δουατζής, «Τα Κόκκινα Παπούτσια»
Κόκκινα πόθου πάθους
Κόκκινα επιθυμίας αμαρτίας
Κόκκινα έντασης φευγιού
Κόκκινα ματωμένης αγκαλιάς
Κόκκινα
Ολέθρια κόκκινα
Παπούτσια κόκκινα
Εικόνα κόκκινη θολή του έρωτα
Γιώργος Δουατζής, «Σκούρα ομορφιά»
Μικρή αγαπημένη
με αρματωσιά εσένα μπήκα
στις χώρες του σκότους φωτεινός
και ακριβό φυλαχτό σου άφησα
τα λόγια που δεν είπαμε
Αν όλα δεν είναι έρωτας
τότε παντού κενό αγαπημένη
Τα σώματα
έχουν τη δική τους γλώσσα
Χαρίζουν μαγεία αφής μυρωδιάς
και σπάνιας έντασης
Τραγουδούν όποτε θέλουν
Δεν τα φθείρει η επανάληψη
Τα σώματα
Γιώργος Δουατζής, «Κράτα την Άνοιξη»
Μην τους πιστεύεις έλεγες
κούφια τα λόγια τους
παίζουν με την ελπίδα
κι εγώ μιλούσα για την Άνοιξη
Δυο κουκίδες σε μια ανθρωποθάλασσα
που πίστευε στην Άνοιξη
Θα πνεύσουν άνεμοι εξιλέωσης
για κάτι που δεν κάναμε.
Το γέλιο, πόνος.
Η θλίψη, συνήθεια.
Η γραφή νουθεσία
για τους κατοπινούς σφοδρούς ανέμους.
Γιώργος Δουατζής, «Είναι φορές»
Είναι φορές
που αφηνόμαστε στο άγνωστο
και φορτώνουμε τα όνειρα θολές εικόνες
Είναι φορές
που τα χρώματα αποκτούν ζωντάνια
και η Άνοιξη ντύνεται
δυο μαύρα εκφραστικά μάτια
ίσια εβένινα μαλλιά
Σπονδές στα ιερά σας
ο έρωτάς μου
Γυναίκες
με μανδύα την άβυσσο
με την ταύτιση ακαριαία
με μάτια κλειστά ηδονής υπέρτατης
με σώμα τόξο σε έγερση
με ανάσες βυθισμένες στο άπειρο
Γιώργος Δουατζής, «Ζωογόνες ριπές»
Οι ριπές ήταν αδιάλειπτες
με ένα στιγμιαίο σκύψιμο
θα έσωζε την άδεια πια ζωή του
μα το σωτήριο σκύψιμο
θα σκότωνε την περηφάνεια του
Δεν έσκυψε
και οι θανάσιμες ριπές
Γιώργος Δουατζής, «Κόκκινο κασκόλ»
Δεν μπορούσα να αφαιρέσω τον κόσμο. Αλλά, μπορούσα να αφαιρέσω τον εαυτό μου από τον κόσμο, όποτε εγώ αποφάσιζα, πράγμα που με γέμιζε αυτοπεποίθηση
Για τούτη τη μεγάλη έξοδο, φρόντιζα πάντοτε πολύ επιμελημένα την εμφάνισή μου, διότι είχα να κρύψω πάμπολλες πληγές. Εκείνοι θαύμαζαν την κομψότητά μου, και οι πιο ανόητοι την ζήλευαν κιόλας
Πώς να τους πείσω ότι το κόκκινο που έβλεπαν δεν ήταν του κασκόλ…
Γιώργος Δουατζής, «Κι ας έλεγαν πως είμαι τυχερός..»
Κι ας έλεγαν πως είμαι τυχερός
που καταφέρνω να γράφω ποιήματα
για να γιατρεύω έτσι τις πληγές
ίσως, γιατί δεν γνώριζαν
πως δύσκολο να τις χαρτογραφήσω
αφού τις στιγμές της έκρηξης
το χέρι μόνο του χάραζε δρόμους
Γιώργος Δουατζής, «Πατρίδα των καιρών (8 / 9 / 10)»
8.
Με πόσα κέρματα μετριέται η ψυχή σου
η ανάσα σου, η υποτέλεια
με πόσα αλήθεια κέρματα μετριέται;
Η αξία τους ίδια σούρουπο
χάραμα και νύχτα;
Η ψυχή, η ανάσα σου, με πόσα;
…
Σαν ψίχουλα δείπνου μυστηριακού
πέφτουν στη γη οι στίχοι μου
και τα σοφότερα των μυρμηγκιών
τους μεταφέρουν σε υπόγειες στοές
σκεπτόμενα τους δύσκολους χειμώνες
αυτά που δεν φοβήθηκαν ποτέ τον θάνατο
αλλά τη ζωή φοβήθηκαν